***
Του έπιστήμονός έστι και τάς πτώσεις και τά έναντία τών πραγμάτων θεωρειν, ώς και ιατρού τά ύγιεινά και νοσώδη. Βούλεται ούν διά τών νυν λεγομένων τάς άποπτώσεις του έρωτος θεωρειν και είπειν πώς ύποφέρεται είς άκολασίαν (ύστερον γάρ λέγει και τά κατορθώματα), οτι φησίν· « ή ψυχή ή μή νεοτελής, ή μή πολυθεάμων, ή συντυχία και λήθη χρησαμένη, όρώσα το κάλλος ού σέβεται, άλλά δίκην τετράποδος ζφου βαίνειν είς αύτο έπιχειρει». Τῷ δέ βαίνε ιν έχρήσατο οπερ μαλλον τοις άλόγοις ζφοις αρμόζει. Διεφθαρμένος δέ ό μή έχων τήν μνήμην. Ούκ όξέως ένθένδε [δέ], τουτέστιν άπο τών αίσθητών καλών άναπέμπεται έπι το νοητον καλόν. Καλώς δέ έπωνυμίαν είπεν, έπειδή βούλεται πρώτως τά όνόματα κεισθαι τοις νοητοις, και τούς σοφούς κατανοήσαντας τοις ε’ίδεσιν ούτω τά ένταυθα έξ έκείνων έπονομάσαι. Ο δέ φιλόσοφος Αριστοτέλης τοις πράγμασι τοις αίσθητοις πρώτως βούλεται κεισθαι τά όνόματα. Θεώμενος ούν, φησί, το αίσθητον κάλλος ούκ άναμιμνησκεται άπ» αύτου εκείνου του κάλλους, ώστε ού σέβεται προσορών · ώσπερ γάρ τά άγάλματα τών θεών ό εύσεβής και σώφρων άνήρ προσκυνεί, ώς όμοιότητά τινα εχοντα προς τά θεία, ούτως και ό ερωτικός το ένταυθα κάλλος όρών ώς όμοιότητα εχον προς το θείον κάλλος, σέβεται ώς άγαλμα. Το δέ ήδονή παραδούς τετράποδος νόμφ οϊον άν τις ώς αιχμάλωτος ύπο | τής ήδονής βληθείς και συρόμενος ύπ» αύτής, ού νόμφ άνθρωπίνφ κοινωνείν επιχειρεί, άλλά τετράποδος δίκην βαίνειν επιχειρεί και παιδοσπορείν, τουτέστιν εϊς παίδας σπείρειν και άνόνητα ποιείν, ώσπερ και ό εϊς πέτρας σπείρων, και υβρει δέ προσομιλών ού δέδοικε τον τής Αδραστείας νόμον, ούδέ αίσχύνεται.
ιθ. O δὲ ἀρτιτελήῆς 251a
Обсудив падение, он теперь хочет сказать о восхождении, о том, что восходит от разумной красоты к этой красоте: он не только говорит о красоте, но и добавляет «божественное», иллюстрируя через божественное сходство того, что здесь, с тем, что там. Ибо эта чувственная красота кажется созерцателю божественной и вызывает воспоминание о разумной, восходя через нее. А когда естественный разум обуздан, тогда животное находится в наилучшем состоянии.
***
Ταυτα είπών περι τής άποπτώσεως, λοιπον περι του άναγομένου βούλεται είπείν, του άπο του αίσθητου κάλλους άναγομένου επ» εκείνο το κάλλος· ού κάλλος δέ μόνον είπεν, άλλά και θεοειδές προσέθηκε, διά του θεοειδούς δεικνύς τήν όμοιότητα τών τήδε προς τά εκεί. Θεοειδές γάρ φαίνεται τουτο το αίσθητον κάλλος τῷ θεωμένφ και δι» αύτου είς άνάμνησιν ερχομένφ του νοητου και δι» αύτου άναγομένφ. Εύ δέ μεμιμημένον, οτι όταν κατακρατήση ό λόγος ό φυσικός, τότε άριστα εχει το ζφον.